τραγορίγανος

τραγορίγανος
τρᾰγ-ορίγᾰνος [pron. full] [ῑ], ,
A goat's marjoram, Thymus Teucrioides, Nic. Al.310, Cels.5.11, Dsc.3.30, Gal.12.91: also neut.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τραγορίγανος — η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α είδος τού φυτού ορίγανο, η θύμβρα*, κν. θρουμπί αρχ. φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» είδος ρίγανης β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» το θρουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον] …   Dictionary of Greek

  • τραγορίγανος — τραγορί̱γανος , τραγορίγανος goat s marjoram fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγορίγανη — η, Ν είδος ρίγανης, αλλ. τραγορίγανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος τ. τού τραγορίγανος] …   Dictionary of Greek

  • πράσιο — το / πράσιον, ΝΑ [πράσον] είδος φυτού γνωστού με τη λόγια ονομασία πράσιον το κοινόν και με τις κοινές ονομασίες σήμερα ασπροπρασιά, βρωμοζάκι, καλάνθρωπος, μαρμαράκι, πικροπάνι και σκουλόχορτο νεοελλ. γένος θαμνωδών φυτών που ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • τραγοριγανίτης — ο, ΝΑ (για κρασί) παρασκευασμένος με άρωμα τραγοριγάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγορίγανος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • τραγοριγάνου — τραγορῑγάνου , τραγορίγανος goat s marjoram fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγοριγάνῳ — τραγορῑγάνῳ , τραγορίγανος goat s marjoram fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγορίγανον — τραγορί̱γανον , τραγορίγανος goat s marjoram fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”